- σιτοδοχεῖα
- σιτοδοχεῖονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιόσιτος — ον, Μ αυτός που περιέχει μεγάλη ποσότητα σιταριού («χιλιόσιτα πλουτῶν σιτοδοχεῑα», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + σῖτος (πρβλ. κακό σιτος, ὀλιγό σιτος)] … Dictionary of Greek